στριγκλίζω

στριγκλίζω
στριγκλίζω και στριγλίζω βγάζω κραυγή δυνατή και διαπεραστική: Στρίγκλιζε από το θυμό της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στριγγλίζω — και στριγκλίζω και στριγλίζω Ν 1. φέρομαι σαν στρίγγλα, είμαι δύστροπος, μοχθηρός 2. κραυγάζω με οξεία και διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα* (βλ. και λ. στριγγίζω, στρίγξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”